Stories & Reflections
ΣαμίÏα Ρ. Xαλίλ, 57 ετών, νοικοκυÏά, μητÎÏα της Αθηνάς
ΜΗΠΤΗ ΛΕΤΕ ΑΘΗÎΑ, σας παÏακαλώ. Το Ï€Ïαγματικό της όνομα είναι ΣεÏίνε. ΣεÏίνε Xαλίλ, κόÏη πολυαγαπημÎνη, πολυπόθητη, που τόσο εγώ όσο κι ο άντÏας μου θα θÎλαμε να ήταν αίμα μας!
Όμως η ζωή είχε άλλα σχÎδια – όσο γενναιόδωÏη κι αν είναι η μοίÏα, πάντα υπάÏχει Îνα πηγάδι μÎσα στο οποίο μποÏεί να γκÏεμιστοÏν τα όνειÏά μας.
ΖοÏσαμε στη ΒηÏÏ…Ï„ÏŒ, την εποχή που όλοι τη θεωÏοÏσαν την πιο όμοÏφη πόλη της ÎœÎσης Ανατολής. Ο σÏζυγός μου ήταν επιτυχημÎνος βιομήχανος· παντÏευτήκαμε από ÎÏωτα και κάθε χÏόνο κάναμε ταξίδια στην ΕυÏώπη· είχαμε φίλους, μας καλοÏσαν σε όλες τις σημαντικÎÏ‚ κοινωνικÎÏ‚ εκδηλώσεις και μια φοÏά μάλιστα δÎχτηκα στο σπίτι μου μÎχÏι και Îναν Ï€ÏόεδÏο των ΗνωμÎνων Πολιτειών, να φανταστείτε! Ήταν Ï„Ïεις αξÎχαστες μÎÏες: τις δÏο Ï€Ïώτες άντÏες των αμεÏικανικών μυστικών υπηÏεσιών χτÎνιζαν το σπίτι μας απ’ άκÏη σ’ άκÏη (βÏίσκονταν ήδη στη γειτονιά μας Îνα μήνα Ï€Ïιν και είχαν καταλάβει στÏατηγικÎÏ‚ θÎσεις, είχαν νοικιάσει διαμεÏίσματα και είχαν μεταμφιεστεί σε ζητιάνους ή εÏωτευμÎνα ζευγάÏια). Και τη μία μÎÏα, ή μάλλον τις δÏο ÏŽÏες, Îγινε η γιοÏτή. ΠοτΠδε θα ξεχάσω τη ζήλια στα μάτια των γειτόνων μας και τη χαÏά Ï„Î¿Ï Î½Î± βγαίνω φωτογÏαφία με τον ισχυÏότεÏο άνθÏωπο του πλανήτη.
Τα είχαμε όλα, εκτός από αυτό που θÎλαμε πεÏισσότεÏο: Îνα παιδί. Έτσι λοιπόν δεν είχαμε τίποτα.
Î Ïοσπαθήσαμε με κάθε Ï„Ïόπο, κάναμε τάματα, πήγαμε σε μÎÏη όπου υπόσχονταν θαÏματα, συμβουλευτήκαμε γιατÏοÏÏ‚, κομπογιαννίτες, πήÏαμε φάÏμακα και ήπιαμε ελιξίÏια και μαγικά ποτά. ΔÏο φοÏÎÏ‚ Îκανα τεχνητή γονιμοποίηση και Îχασα το παιδί. Τη δεÏτεÏη Îχασα και την αÏιστεÏή ωοθήκη μου, κι από τότε δεν κατάφεÏα να ξαναβÏÏŽ γιατÏÏŒ Ï€Ïόθυμο να διακινδυνεÏσει άλλη μια Ï„Îτοια πεÏιπÎτεια.
Τότε Îνας από τους πολλοÏÏ‚ φίλους που γνώÏιζαν την κατάστασή μας Ï€Ïότεινε τη μόνη λÏση: την υιοθεσία. Είπε ότι είχε γνωστοÏÏ‚ στη Ρουμανία και ότι η διαδικασία δε θα απαιτοÏσε Ï€Î¿Î»Ï Ï‡Ïόνο.
Ένα μήνα μετά πήÏαμε το αεÏοπλάνο. Ο φίλος μας είχε πάÏε δώσε με το δικτάτοÏα που κυβεÏνοÏσε τότε τη χώÏα και που δε θυμάμαι το όνομά του (Σ.Ï„.Σ.: Îικολάε ΤσαουσÎσκου)· Îτσι, καταφÎÏαμε να αποφÏγουμε όλες τις γÏαφειοκÏατικÎÏ‚ διαδικασίες και πήγαμε σε Îνα κÎντÏο υιοθεσίας στην πόλη Σιμπίου, στην ΤÏανσιλβανία. Εκεί μας πεÏίμεναν ήδη με καφÎ, τσιγάÏα, μεταλλικό νεÏÏŒ και όλο το χαÏτομάνι Îτοιμο. Το μόνο που χÏειαζόταν να κάνουμε ήταν να διαλÎξουμε το παιδί.
Μας πήγαν στο τμήμα βÏεφών. Έκανε Ï€Î¿Î»Ï ÎºÏÏο, κι εγώ Îμεινα να σκÎφτομαι πώς άφηναν τα καημÎνα τα παιδάκια σε Ï„Îτοιες συνθήκες. Η Ï€Ïώτη μου παÏÏŒÏμηση ήταν να τα υιοθετήσω όλα, να τα πάω στη χώÏα μας, όπου υπήÏχε
ήλιος και ελευθεÏία, αλλά φυσικά αυτή η ιδÎα ήταν Ï„Ïελή.
Κάναμε μια βόλτα ανάμεσα στις κοÏνιες, ακοÏγοντας κλάματα, Ï„ÏομοκÏατημÎνοι από τη σημασία της απόφασης που ÎÏ€Ïεπε να πάÏουμε.
Για πεÏισσότεÏο από μία ÏŽÏα εγώ κι ο σÏζυγός μου δεν ανταλλάξαμε οÏτε λÎξη. ΦÏγαμε από εκεί, ήπιαμε καφÎ, καπνίσαμε, γυÏίσαμε πίσω – κι αυτό επαναλήφθηκε πολλÎÏ‚ φοÏÎÏ‚. Î Ïόσεξα ότι η γυναίκα που είχε αναλάβει την υιοθεσία είχε αÏχίσει να δείχνει σημάδια ανυπομονησίας, ÎÏ€Ïεπε να αποφασίσουμε σÏντομα λοιπόν. Τότε, υπακοÏοντας σε Îνα Îνστικτο που θα τολμοÏσα να αποκαλÎσω μητÏικό, σαν να είχα βÏει το παιδί που ÎÏ€Ïεπε να είναι δικό μου σε αυτή τη ζωή αλλά είχε ÎÏθει στον κόσμο από άλλη κοιλιά, Îδειξα Îνα κοÏιτσάκι.
Η υπεÏθυνη μας Ï€Ïότεινε να το σκεφτοÏμε καλÏτεÏα. Ποια; Aυτή, που φαινόταν τόσο ανυπόμονη που καθυστεÏοÏσαμε!
Εγώ όμως είχα ήδη πάÏει την απόφασή μου.
Παϒ όλα αυτά, με μεγάλη Ï€Ïοσοχή, φÏοντίζοντας να μη με Ï€Ïοσβάλει (πίστευε πως είχαμε γνωστοÏÏ‚ στα ανώτατα κλιμάκια της Ïουμανικής κυβÎÏνησης), μου ψιθÏÏισε για να μην την ακοÏσει ο σÏζυγός μου:
«Î”ε θα Îχετε καλά ξεμπεÏδÎματα. Είναι παιδί Tσιγγάνας».
Απάντησα πως ο πολιτισμός δε μεταδίδεται μÎσω των γονιδίων· το παιδί, που ήταν μόλις Ï„Ïιών μηνών, θα γινόταν κόÏη δική μου και του συζÏγου μου, θα την ανατÏÎφαμε σÏμφωνα με τα δικά μας Îθιμα. Θα γνώÏιζε την εκκλησία στην οποία πηγαίναμε, θα πήγαινε στις παÏαλίες στις οποίες κάναμε πεÏιπάτους, θα διάβαζε τα βιβλία της στα γαλλικά, θα σποÏδαζε στο ΑμεÏικανικό Σχολείο της ΒηÏυτοÏ. Εξάλλου, τότε, όπως και Ï„ÏŽÏα, δε γνώÏιζα τίποτα για τον πολιτισμό των Tσιγγάνων. Το μόνο που ξÎÏω είναι ότι ταξιδεÏουν, ότι δεν κάνουν μπάνιο Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Ï‡Î½Î¬, ότι εξαπατοÏν τον κόσμο και ότι φοÏάνε σκουλαÏίκι στο αφτί. ΚυκλοφοÏεί η φήμη ότι απάγουν παιδιά για να τα πάÏουν στα καÏαβάνια τους, αλλά στην Ï€ÏοκειμÎνη πεÏίπτωση συνÎβαινε ακÏιβώς το αντίθετο: είχαν αφήσει Îνα παιδί πίσω τους, για να το αναλάβω εγώ.
Η γυναίκα επιχείÏησε ξανά να με αποθαÏÏÏνει, εγώ όμως ήδη Ï…Ï€ÎγÏαφα τα χαÏτιά και ζητοÏσα από το σÏζυγό μου να κάνει το ίδιο. Στην επιστÏοφή για τη ΒηÏÏ…Ï„ÏŒ, ο κόσμος Îμοιαζε διαφοÏετικός: ο Θεός Î¼Î¿Ï ÎµÎ¯Ï‡Îµ δώσει λόγο για να ζήσω, να δουλÎψω, να παλÎψω σε αυτή την κοιλάδα του κλαυθμώνος*. ΤώÏα είχαμε Îνα παιδί που Îδινε νόημα σε όλους τους κόπους μας.
Η ΣεÏίνε μεγάλωσε κι Îγινε Îξυπνη και όμοÏφη· νομίζω πως όλοι οι γονείς το ίδιο λÎνε, πιστεÏω όμως ότι ήταν Îνα παιδί Ï€Ïαγματικά χαÏισματικό. Ένα απόγευμα, όταν ήταν πια Ï€Îντε χÏονών, ο Îνας μου αδεÏφός μου είπε ότι, αν η μικÏή ήθελε ποτΠνα δουλÎψει στο εξωτεÏικό, το όνομά της θα μαÏÏ„Ï…ÏοÏσε πάντα την καταγωγή της. Μας Ï€Ïότεινε λοιπόν να της το αλλάξουμε σε κάτι που δε θα σήμαινε απολÏτως τίποτα, όπως Αθηνά. Φυσικά, σήμεÏα ξÎÏω πως η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας, της ευφυËας και του πολÎμου, που Îχει δώσει και το όνομά της σε μια πόλη που Îγινε Ï€ÏωτεÏουσα μιας χώÏας.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο αδεÏφός μου όχι μόνο το ήξεÏε αυτό, αλλά είχε και επίγνωση των Ï€Ïοβλημάτων που θα μποÏοÏσε να δημιουÏγήσει στο μÎλλον Îνα αÏαβικό όνομα· όπως όλοι στην οικογÎνειά μας, ήταν κι αυτός ανακατεμÎνος με την πολιτική και ήθελε να Ï€ÏοστατεÏσει την ανιψιά του από τα μαÏÏα σÏννεφα που εκείνος, και μόνο εκείνος, διÎκÏινε στον οÏίζοντα. Αυτό που Ï€Ïοκαλεί ακόμα μεγαλÏτεÏη Îκπληξη είναι ότι η λÎξη άÏεσε Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Î· ΣεÏίνε. ÎœÎσα σε Îνα απόγευμα άÏχισε να αυτοαποκαλείται Αθηνά και από τότε κανείς δεν κατάφεÏε να της βγάλει το όνομα από το κεφάλι. Για να την ευχαÏιστήσουμε, το υιοθετήσαμε κι εμείς, πιστεÏοντας ότι θα της πεÏνοÏσε γÏήγοÏα.
ΜποÏεί άÏαγε Îνα όνομα να επηÏεάσει τη ζωή ενός ανθÏώπου; Ο καιÏός Ï€ÎÏασε, το όνομα παÏÎμεινε και τελικά το συνηθίσαμε. Στην εφηβεία της ανακαλÏψαμε ότι Îδειχνε μεγάλη Ï€Ïοτίμηση στη θÏησκεία – ήταν συνÎχεια στην εκκλησία κι ήξεÏε τα ευαγγÎλια απÎξω, κι αυτό ήταν ευλογία και κατάÏα μαζί. Σε Îναν κόσμο που είχε αÏχίσει να διχάζεται ολοÎνα και πεÏισσότεÏο από τις θÏησκευτικÎÏ‚ πεποιθήσεις, εγώ ÎÏ„Ïεμα για την ασφάλεια της κόÏης μου. Εκείνη την εποχή η ΣεÏίνε μάς Îλεγε πως είχε αόÏατους φίλους -αγγÎλους και αγίους που τους Îβλεπε στις εικόνες της εκκλησίας μας- λες και ήταν το πιο φυσιολογικό Ï€Ïάγμα στον κόσμο. Î’Îβαια, όλα τα παιδιά του κόσμου βλÎπουν οÏάματα, αν και σπάνια το θυμοÏνται από κάποια ηλικία και μετά. Συνηθίζουν επίσης να δίνουν ζωή σε άψυχα Ï€Ïάγματα, όπως σε κοÏκλες ή λοÏÏ„Ïινες τίγÏεις. ΆÏχισα όμως να πιστεÏω ότι το είχε παÏακάνει όταν πήγα μια μÎÏα να την πάÏω από το σχολείο και μου είπε ότι είχε δει «Î¼Î¹Î± γυναίκα ντυμÎνη στα λευκά, που Îμοιαζε με την Παναγία».
Aσφαλώς και πιστεÏω στους αγγÎλους. ΠιστεÏω ακόμα ότι οι άγγελοι μιλοÏν στα μικÏά παιδιά, αλλά όταν οι οπτασίες εμφανίζονται σε μεγάλους, το Ï€Ïάγμα αλλάζει. ΓνωÏίζω αÏκετÎÏ‚ ιστοÏίες για βοσκοÏÏ‚ και χωÏικοÏÏ‚ που ισχυÏίστηκαν ότι είδαν μια λευκοντυμÎνη γυναίκα, κι αυτό τελικά τους κατÎστÏεψε τη ζωή, γιατί ο κόσμος άÏχισε να τους επισκÎπτεται αναζητώντας θαÏματα, οι ιεÏείς ανησυχοÏσαν, τα χωÏιά Îγιναν τόποι Ï€Ïοσκυνήματος και οι καημÎνοι Îζησαν όλη τους τη ζωή σε μοναστήÏια. Έτσι, ανησÏχησα Ï€Î¿Î»Ï Î¼’ αυτή την ιστοÏία· σ’ αυτή την ηλικία, τα Ï€Ïώτα χÏόνια της εφηβείας, η ΣεÏίνε θα ÎÏ€Ïεπε να ασχολείται με σÏνεÏγα μακιγιάζ, με το να βάφει τα νÏχια της, να παÏακολουθεί σαπουνόπεÏες ή Îστω παιδικÎÏ‚ εκπομπÎÏ‚ στην τηλεόÏαση. Κάτι δεν πήγαινε καλά με την κόÏη μου, γι’ αυτό επισκÎφτηκα Îναν ειδικό.
«Î—Ïεμήστε», μου είπε.
Για τον ψυχολόγο που είχε ειδικευτεί στην παιδική ψυχολογία, όπως και για τους πεÏισσότεÏους γιατÏοÏÏ‚ που ασχολοÏνται με Ï„Îτοια θÎματα, οι αόÏατοι φίλοι είναι κάτι σαν Ï€Ïοβολή των ονείÏων στην Ï€Ïαγματικότητα και βοηθοÏν το παιδί να ανακαλÏψει τις επιθυμίες του και να εκφÏάσει τα συναισθήματά του ανώδυνα.
«ÎœÎ± μια γυναίκα στα λευκά;»
Μου απάντησε ότι ίσως ο Ï„Ïόπος που βλÎπαμε ή εÏμηνεÏαμε τον κόσμο δεν είχε γίνει απόλυτα κατανοητός από τη ΣεÏίνε. Μου Ï€Ïότεινε να Ï€Ïοετοιμάσουμε σιγά σιγά το Îδαφος για να της ποÏμε ότι ήταν υιοθετημÎνη. Όπως μου τόνισε, το χειÏότεÏο που θα μποÏοÏσε να συμβεί θα ήταν να το ανακαλÏψει μόνη της – τότε θα άÏχιζε να Îχει αμφιβολίες για όλους. Η συμπεÏιφοÏά της θα μποÏοÏσε να γίνει απÏόβλεπτη.
Από τότε κι Îπειτα αλλάξαμε τον Ï„Ïόπο που συζητοÏσαμε μαζί της. Δεν ξÎÏω αν ο άνθÏωπος μποÏεί να θυμηθεί Ï€Ïάγματα που του συνÎβησαν όταν ήταν ακόμα μωÏÏŒ, εμείς όμως αÏχίσαμε να της δείχνουμε πόσο την αγαποÏσαμε και ότι δεν ήταν ανάγκη να καταφεÏγει σε Îνα φανταστικό κόσμο. ΈπÏεπε να καταλάβει ότι ο οÏατός κόσμος ήταν ο ωÏαιότεÏος, ότι οι γονείς της θα την Ï€Ïοστάτευαν από κάθε κίνδυνο, ότι η ΒηÏυτός ήταν όμοÏφη, οι παÏαλίες της πάντα ηλιόλουστες και γεμάτες κόσμο. ΧωÏίς να ÎÏθω σε άμεση αντιπαÏάθεση με αυτή τη «Î³Ï…ναίκα», άÏχισα να πεÏνάω πεÏισσότεÏο χÏόνο με την κόÏη μου, καλοÏσα τους συμμαθητÎÏ‚ της στο σπίτι μας και γενικά δεν Îχανα ευκαιÏία να της δείχνω πόσο την αγαποÏσαμε.
Η στÏατηγική μου ÎφεÏε αποτελÎσματα. Ο άντÏας μου ταξίδευε πολÏ, της ΣεÏίνε τής Îλειπε. Έτσι, επειδή την αγαποÏσε πολÏ, αποφάσισε να αλλάξει λίγο τους ÏυθμοÏÏ‚ του.
Οι μοναχικÎÏ‚ συζητήσεις άÏχισαν να δίνουν τη θÎση τους σε παιχνίδια Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï€Î±Ï„ÎÏα, μητÎÏας και κόÏης.
Όλα πήγαιναν καλά, μÎχÏι που Îνα βÏάδυ ήÏθε κλαίγοντας στο δωμάτιό μου λÎγοντάς μου ότι φοβόταν, ότι η κόλαση ήταν κοντά.
Ήμουν μόνη στο σπίτι – είχε πάλι χÏειαστεί να φÏγει ο άντÏας μου κι Îτσι θεώÏησα ότι αυτός ήταν ο λόγος της απελπισίας της. Αλλά κόλαση; Μα τι της Îλεγαν στο σχολείο και στην εκκλησία; Αποφάσισα ότι την επόμενη μÎÏα θα πήγαινα να τα πω με τη δασκάλα.
Η ΣεÏίνε στο Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Îκλαιγε ασταμάτητα. Την πήγα στο παÏάθυÏο, της Îδειξα τη Μεσόγειο, λουσμÎνη στο φως της πανσελήνου. Της είπα ότι δεν υπήÏχαν δαίμονες, αλλά αστÎÏια στον ουÏανό και κόσμος που πεÏπατοÏσε στη λεωφόÏο μπÏοστά από το σπίτι μας. Της εξήγησα ότι δεν ÎÏ€Ïεπε να φοβάται, την καθησÏχασα, αλλά εκείνη συνÎχισε να κλαίει και να Ï„ÏÎμει. Μετά από πεÏίπου μισή ÏŽÏα που Ï€ÏοσπαθοÏσα να την ηÏεμήσω, άÏχισα να ανησυχώ. Της είπα να σταματήσει, δεν ήταν πια παιδί. ΣκÎφτηκα ότι μποÏεί να της είχε ÎÏθει για Ï€Ïώτη φοÏά η πεÏίοδος· τη Ïώτησα διακÏιτικά αν ÎÏ„Ïεχε αίμα.
«Î ολϻ.
ΠήÏα λίγο βαμβάκι και της ζήτησα να ξαπλώσει για να φÏοντίσω την «Ï€Î»Î·Î³Î®» της. Δεν ήταν τίποτα, θα της εξηγοÏσα την επομÎνη. Ωστόσο δεν της είχε ÎÏθει πεÏίοδος. Έκλαψε λίγο ακόμα, αλλά μάλλον κουÏάστηκε, γιατί σÏντομα την πήÏε ο Ïπνος.
Και, το επόμενο Ï€Ïωί, ÎÏ„Ïεξε το αίμα.
ΤÎσσεÏις άνθÏωποι δολοφονήθηκαν. Για μÎνα ήταν απλώς μία από τις αιώνιες φυλετικÎÏ‚ διαμάχες στις οποίες ο λαός μου ήταν συνηθισμÎνος. Για τη ΣεÏίνε δεν Ï€ÏÎπει να ήταν τίποτα, γιατί οÏτε καν ανÎφεÏε τον εφιάλτη της Ï€ÏοηγοÏμενης νÏχτας.
Όμως από εκείνη τη μÎÏα και μετά η κόλαση άÏχισε να πλησιάζει και μÎχÏι σήμεÏα δεν Îχει φÏγει. Την ίδια μÎÏα 26 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν σε Îνα λεωφοÏείο, ως αντίποινα για τη δολοφονία. Είκοσι Ï„ÎσσεÏις ÏŽÏες αÏγότεÏα δεν μποÏοÏσες πια να πεÏπατήσεις στο δÏόμο, εξαιτίας των πυÏοβολισμών που ÎÏχονταν από παντοÏ. Τα σχολεία Îκλεισαν, μια καθηγήτÏια ÎφεÏε βιαστικά τη ΣεÏίνε στο σπίτι κι από εκεί κι Îπειτα η κατάσταση ξÎφυγε εκτός ελÎγχου. Ο σÏζυγός μου διÎκοψε το ταξίδι του και γÏÏισε πίσω· τηλεφωνοÏσε μÎÏες ολόκληÏες στους φίλους του στην κυβÎÏνηση, αλλά κανείς δεν μποÏοÏσε να του πει κάτι που να Îβγαζε νόημα. Η ΣεÏίνε άκουγε τους πυÏοβολισμοÏÏ‚ απÎξω, τις φωνÎÏ‚ του συζÏγου μου στο σπίτι και, Ï€Ïος μεγάλη μου Îκπληξη, δεν Îλεγε λÎξη. Εγώ Ï€ÏοσπαθοÏσα συνÎχεια να την πείσω ότι όλα αυτά θα πεÏνοÏσαν, ότι σÏντομα θα μποÏοÏσαμε να ξαναπάμε στην παÏαλία, εκείνη όμως απÎστÏεφε το βλÎμμα και ζητοÏσε να διαβάσει Îνα βιβλίο ή να ακοÏσει Îνα δίσκο. Ενώ η κόλαση γινόταν σιγά σιγά μόνιμη, η ΣεÏίνε διάβαζε και άκουγε μουσική.
Δε θÎλω να τα σκÎφτομαι, σας παÏακαλώ. Δε θÎλω να σκÎφτομαι τις απειλÎÏ‚ που δεχτήκαμε, ποιος είχε δίκιο, ποιοι ήταν οι Îνοχοι και ποιοι οι αθώοι. Το γεγονός είναι ότι, μετά από λίγους μήνες, όποιος ήθελε να πεÏάσει Îνα συγκεκÏιμÎνο δÏόμο ÎÏ€Ïεπε να πάÏει τη βάÏκα, να πάει στην ΚÏÏ€Ïο, να πάÏει άλλη βάÏκα και να αποβιβαστεί σε άλλο σημείο του πεζοδÏομίου.
Μείναμε στην ουσία κλεισμÎνοι μÎσα στο σπίτι σχεδόν Îνα χÏόνο, πεÏιμÎνοντας συνεχώς να βελτιωθεί η κατάσταση, πιστεÏοντας πάντα ότι όλα ήταν Ï€ÏοσωÏινά, ότι η κυβÎÏνηση θα ανακτοÏσε τελικά τον Îλεγχο της κατάστασης. Ένα Ï€Ïωί, ενώ η ΣεÏίνε άκουγε Îνα δίσκο στο μικÏÏŒ φοÏητό πικάπ της, Îκανε μεÏικά χοÏευτικά βήματα και άÏχισε να λÎει Ï€Ïάγματα όπως «Î˜Î± κÏατήσει πολÏ, Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î¹ÏÏŒ».
ΘÎλησα να παÏÎμβω, όμως ο σÏζυγός μου με Îπιασε από το μπÏάτσο· είδα ότι η μικÏή Ï„Î¿Ï ÎµÎ¯Ï‡Îµ Ï„Ïαβήξει την Ï€Ïοσοχή και ότι ÎπαιÏνε τα λόγια της στα σοβαÏά. ΠοτΠμου δεν κατάλαβα γιατί, και δεν το Îχουμε συζητήσει ποτΠμÎχÏι σήμεÏα· είναι Ï„Î±Î¼Ï€Î¿Ï Î³Î¹Î± μας.
Την επομÎνη ο σÏζυγός μου Îλαβε Îκτακτα μÎÏ„Ïα. Σε δÏο εβδομάδες πήÏαμε το δÏόμο για το Λονδίνο. ΑÏγότεÏα θα μαθαίναμε ότι, αν και δεν υπάÏχουν σαφή στατιστικά στοιχεία, εκείνα τα δÏο χÏόνια εμφÏλιου πολÎμου Ï€Îθαναν πεÏίπου 44.000 άνθÏωποι, 180.000 Ï„Ïαυματίστηκαν, χιλιάδες άλλοι Îμειναν άστεγοι. Οι μάχες συνεχίστηκαν για άλλους λόγους, η χώÏα βÏÎθηκε υπό την κατοχή ξÎνων δυνάμεων και η κόλαση υπάÏχει μÎχÏι σήμεÏα.
«Î˜Î± κÏατήσει Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î¹ÏÏŒ», είχε πει η ΣεÏίνε. ΘεΠμου, δυστυχώς είχε δίκιο.
* Bλ. í¦Î±Î»Î¼Î¿ÏÏ‚, κεφάλαιο πδ”², στίχο 6. (Σ.Ï„.M.)
Το επόμενο κεφάλαιο θα δημοσιευτεί στο διαδίκτυο στις 26.03.07
Αγαπητοί αναγνώστες, επειδή δε μιλώ τη γλώσσα σας, ζήτησα από τον Έλληνα εκδότη μου να μου μεταφÎÏει τα σχόλιά σας μεταφÏασμÎνα. Οι σκÎψεις σας για το καινοÏÏιο μου βιβλίο είναι εξαιÏετικά σημαντικÎÏ‚ για μÎνα.
Με αγάπη,
Paulo Coelho