Stories & Reflections
ΛοÏκας ΓιÎσεν-ΠίτεÏσεν, 32 ετών, μηχανικός, Ï€Ïώην σÏζυγος
Η ΑΘΗÎA HΞΕΡΕ ότι ήταν υιοθετημÎνη όταν την Ï€ÏωτογνώÏισα. Ήταν δεκαεννιά χÏονών και Îτοιμη να στήσει καβγά στην καφετÎÏια του πανεπιστημίου, γιατί κάποια φοιτήτÏια, θεωÏώντας την Αγγλίδα (λευκή, ίσια μαλλιά, μάτια πότε Ï€Ïάσινα, πότε γκÏι), είχε κάνει Îνα αÏνητικό σχόλιο για τη ÎœÎση Ανατολή.
Ήταν η Ï€Ïώτη μÎÏα των μαθημάτων- η τάξη ήταν καινοÏÏια, κανείς δεν ήξεÏε τίποτα για τους συμφοιτητÎÏ‚ του. Όμως η κοπÎλα σηκώθηκε, Îπιασε την άλλη από το γιακά και άÏχισε να ουÏλιάζει σαν Ï„Ïελή:
«Î¡Î±Ï„σίστÏια!»
Είδα το Ï„ÏομοκÏατημÎνο βλÎμμα της άλλης κοπÎλας, τα ενθουσιώδη βλÎμματα των υπόλοιπων φοιτητών, που διψοÏσαν να δουν τι θα γίνει. Mια και δεν ήμουν Ï€Ïωτοετής,
Ï€Ïόβλεψα αμÎσως τις συνÎπειες: γÏαφείο του Ï€ÏÏτανη, παÏάπονα, πιθανότητα αποβολής, αστυνομική ÎÏευνα για Ïατσισμό κ.λπ. Όλοι θα Îχαναν.
«Î£ÎºÎ¬ÏƒÎµ!» φώναξα, χωÏίς να ξÎÏω τι Îλεγα.
Δεν ήξεÏα καμιά από τις δÏο. Δεν είμαι ο σωτήÏας του κόσμου και, για να ποÏμε την αλήθεια, Îνας καβγάς πότε πότε Îχει ενδιαφÎÏον για τους νÎους. Aλλά δεν μπόÏεσα να συγκÏατήσω την κÏαυγή οÏτε να ελÎγξω την αντίδÏασή μου.
«Î£Ï„αμάτα!» ξαναφώναξα στην όμοÏφη κοπÎλα που είχε πιάσει την άλλη, επίσης όμοÏφη κοπÎλα από το λαιμό. Με κοίταξε και με κατακεÏαÏνωσε με το βλÎμμα. Και, ξαφνικά, κάτι άλλαξε. ΧαμογÎλασε- αν και τα χÎÏια της ήταν ακόμα στο λαιμό της συμφοιτήτÏιάς της.
«ÎžÎχασες να πεις “Σε παÏακαλώ”». Όλοι γÎλασαν.
«Î£Ï„αμάτα», της ζήτησα. «Î£Îµ παÏακαλώ».
Άφησε την κοπÎλα και κατευθÏνθηκε Ï€Ïος το μÎÏος μου.
«ÎˆÏ‡ÎµÎ¹Ï‚ Ï„Ïόπους. Μήπως Îχεις και κανÎνα τσιγάÏο;»
Της Îτεινα το πακÎτο μου και πήγαμε να καπνίσουμε Îξω.
Είχε πεÏάσει από την κατάσταση ανεξÎλεγκτης οÏγής στην απόλυτη ηÏεμία και λίγα λεπτά αÏγότεÏα γελοÏσε, μιλοÏσε για τον καιÏÏŒ, με ÏωτοÏσε τι μουσική ακοÏω. XÏ„Ïπησε το κουδοÏνι που μας ειδοποιοÏσε για το μάθημα και αγνόησα επιδεικτικά αυτό για το οποίο είχα εκπαιδευτεί όλη μου τη ζωή: να Îχω πειθαÏχία. Έμεινα εκεί να συζητάω, λες και δεν υπήÏχαν πια πανεπιστήμιο, καβγάδες, καντίνες, αÎÏας, κÏÏο, ήλιος. ΥπήÏχε μόνο η γυναίκα με τα γκÏίζα μάτια που είχα μπÏοστά μου, που Îλεγε Ï€Ïάγματα εντελώς αδιάφοÏα και ασήμαντα, ικανά να με κÏατήσουν εκεί όλη μου τη ζωή.
ΔÏο ÏŽÏες αÏγότεÏα Ï„Ïώγαμε μεσημεÏιανό παÏÎα. Εφτά ÏŽÏες αÏγότεÏα ήμασταν σε Îνα μπαÏ, Ï„Ïώγοντας και πίνοντας ÏŒ,τι μας επÎÏ„Ïεπε η τσÎπη μας να φάμε και να πιοÏμε. Η συζήτηση γινόταν ολοÎνα και πιο ουσιαστική και σε λίγο ήξεÏα τα πάντα για τη ζωή της – η Αθηνά Î¼Î¿Ï Î¼Î¹Î»Î¿Ïσε με λεπτομÎÏειες για τα παιδικά της χÏόνια και για την εφηβεία της χωÏίς εγώ να την Îχω Ïωτήσει κάτι. Στη συνÎχεια Îμαθα ότι το ίδιο Îκανε με όλους- ωστόσο εκείνη τη μÎÏα Îνιωθα ο πιο ξεχωÏιστός άνθÏωπος σ’ όλη τη γη.
Είχε ÎÏθει στο Λονδίνο ως Ï€Ïόσφυγας του εμφυλίου που είχε ξεσπάσει στον Λίβανο. Ο πατÎÏας της, χÏιστιανός μαÏωνίτης (Σ.Ï„.Σ.: κλάδος της Καθολικής Εκκλησίας ο οποίος, αν και
αναγνωÏίζει το Βατικανό, δεν απαιτεί την αγαμία των ιεÏÎων και χÏησιμοποιεί τελετουÏγίες της ΟÏθόδοξης Εκκλησίας), είχε δεχτεί απειλÎÏ‚ κατά της ζωής του επειδή δοÏλευε για την κυβÎÏνηση, αλλά παϒ όλα αυτά δεν αποφάσιζε να εγκαταλείψει τη χώÏα, μÎχÏι που η Αθηνά, Îχοντας κÏυφακοÏσει μια τηλεφωνική συνομιλία, αποφάσισε ότι είχε ÎÏθει η ÏŽÏα να μεγαλώσει και να αναλάβει τις ευθÏνες της ως κόÏη Ï€ÏοστατεÏοντας αυτοÏÏ‚ που αγαποÏσε.
EπιχείÏησε Îνα είδος χοÏοÏ, Ï€Ïοσποιήθηκε ότι είχε Ï€Îσει σε Îκσταση (τα είχε μάθει όλα αυτά στο σχολείο, όταν μελετοÏσε τους βίους των αγίων) και άÏχισε να λÎει διάφοÏα. Δεν ξÎÏω πώς γίνεται Îνα παιδί να κάνει τους μεγάλους να παίÏνουν αποφάσεις βασισμÎνες στα λόγια του, αλλά η Αθηνά με διαβεβαίωσε ότι ακÏιβώς Îτσι είχε γίνει- ο πατÎÏας της ήταν Ï€Ïοληπτικός. Ήταν βÎβαιη ότι είχε σώσει τη ζωή της οικογÎνειάς της.
ΉÏθαν εδώ ως Ï€Ïόσφυγες, αλλά όχι ως ζητιάνοι. Η λιβανική κοινότητα ήταν εξαπλωμÎνη σ’ όλο τον κόσμο, ο πατÎÏας της βÏήκε αμÎσως Ï„Ïόπο να συνεχίσει τις επαγγελματικÎÏ‚ του δÏαστηÏιότητες και η ζωή συνεχίστηκε. Η Αθηνά πήγε σε καλά σχολεία, Îκανε μαθήματα χοÏÎ¿Ï -που ήταν το πάθος της- και επÎλεξε να σπουδάσει μηχανικός αμÎσως μόλις ολοκλήÏωσε τη δευτεÏοβάθμια εκπαίδευση.
Όταν πια είχε πεÏάσει καιÏός από τότε που είχαν ÎÏθει στο Λονδίνο, οι γονείς της την πήγαν σε Îνα από τα πιο ακÏιβά εστιατόÏια της πόλης και της είπαν ότι ήταν υιοθετημÎνη. Εκείνη παÏÎστησε την Îκπληκτη, τους αγκάλιασε και τους είπε ότι τίποτα δε θα άλλαζε τη σχÎση τους.
Στην Ï€Ïαγματικότητα όμως, Îνας οικογενειακός φίλος, σε μια στιγμή μίσους, της είχε πει: «AχάÏιστο οÏφανό, δεν είσαι καν φυσικό τους παιδί και δεν ξÎÏεις πώς να φεÏθείς».
Εκείνη του είχε πετάξει Îνα σταχτοδοχείο που τον Ï„Ïαυμάτισε στο Ï€Ïόσωπο, είχε κλάψει κÏυφά για δÏο μÎÏες, σÏντομα όμως είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός. Ο εν λόγω φίλος απÎκτησε Îνα σημάδι στο Ï€Ïόσωπο που δεν ήξεÏε πώς να το αιτιολογήσει και άÏχισε να λÎει ότι του είχαν επιτεθεί στο δÏόμο.
Την κάλεσα να βγοÏμε την επόμενη μÎÏα. Μου είπε χωÏίς πεÏιστÏοφÎÏ‚ ότι ήταν παÏθÎνα, ότι τις ΚυÏιακÎÏ‚ πήγαινε στην εκκλησία και ότι δεν την ενδιÎφεÏαν τα Ïομάντζα – την απασχολοÏσε πεÏισσότεÏο να διαβάζει ÏŒ,τι μποÏοÏσε για την κατάσταση στη ÎœÎση Ανατολή.
Με λίγα λόγια, ήταν απασχολημÎνη. Î Î¿Î»Ï Î±Ï€Î±ÏƒÏ‡Î¿Î»Î·Î¼Îνη.
«ÎŸ κόσμος νομίζει ότι το μόνο όνειÏο μιας γυναίκας είναι να παντÏευτεί και να κάνει παιδιά. Κι ÎµÏƒÏ Î½Î¿Î¼Î¯Î¶ÎµÎ¹Ï‚, απ’ όλα όσα σου αφηγήθηκα, ότι Îχω υποφÎÏει Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Î· ζωή μου. Δεν είναι αλήθεια, και το Îχω ξαναδεί αυτό το ÎÏγο: κι άλλοι άντÏες με Îχουν πλησιάσει θÎλοντας να με “Ï€ÏοστατεÏσουν” από τις Ï„Ïαγωδίες.
»Î‘Ï…Ï„ÏŒ που ξεχνοÏν είναι ότι, ήδη από την αÏχαία Ελλάδα, οι άνθÏωποι που επÎστÏεφαν από τις μάχες επÎστÏεφαν είτε νεκÏοί, πάνω στις ασπίδες τους, είτε πιο δυνατοί, με τις ουλÎÏ‚ τους. Για να σ’ το πω πιο καθαÏά, είμαι στο πεδίο της μάχης από τότε που γεννήθηκα, είμαι ακόμα ζωντανή και δεν Îχω ανάγκη κανÎναν να με Ï€ÏοστατεÏσει».
Έκανε μια παÏση.
«Î•Î¯Î´ÎµÏ‚ πόσο καλλιεÏγημÎνη είμαι;»
«Î Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î»Î¹ÎµÏγημÎνη, όταν όμως επιτίθεσαι σε κάποια πιο αδÏναμη από εσÎνα, υπονοείς με τον Ï„Ïόπο σου ότι Ï€Ïάγματι χÏειάζεσαι Ï€Ïοστασία. Θα μποÏοÏσες να είχες καταστÏÎψει την ποÏεία σου ως φοιτήτÏια».
«ÎˆÏ‡ÎµÎ¹Ï‚ δίκιο. ΔÎχομαι λοιπόν την Ï€Ïόσκλησή σου».
Από εκείνη τη μÎÏα αÏχίσαμε να βγαίνουμε συχνά και όσο πιο Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î·Î½ πλησίαζα τόσο πεÏισσότεÏο ανακάλυπτα το φως μου – γιατί με παÏότÏυνε να δίνω πάντα τον καλÏτεÏο εαυτό μου. Δεν είχε διαβάσει ποτΠκανÎνα βιβλίο για μαγεία
ή εσωτεÏισμό- Îλεγε ότι ήταν Ï€Ïάγματα του διαβόλου, ότι η μόνη σωτηÏία ήταν ο ΙησοÏÏ‚, τελεία και παÏλα. Πότε πότε Îλεγε Ï€Ïάγματα που δε φαίνονταν να συμβαδίζουν με τις διδαχÎÏ‚ της Εκκλησίας:
«ÎŸ ΧÏιστός ήταν πεÏιτÏιγυÏισμÎνος από ζητιάνους, πόÏνες, τελώνες, ψαÏάδες. ΠιστεÏω ότι μ’ αυτό τον Ï„Ïόπο ήθελε να δείξει ότι η θεία σπίθα βÏίσκεται στην ψυχή όλων, δε σβήνει ποτÎ. Όταν ηÏεμώ, ή όταν είμαι Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î±ÏαγμÎνη, νιώθω πως πάλλομαι μαζί με το σÏμπαν ολόκληÏο, κι αÏχίζω να γνωÏίζω Ï€Ïάγματα που δε γνώÏιζα, λες και ο Θεός ο
ίδιος οδηγεί τα βήματά μου. ΥπάÏχουν ÏŽÏες που νιώθω ότι μου αποκαλÏπτονται όλα».
Κι αμÎσως διόÏθωνε τον εαυτό της:
«Î‘Ï…Ï„ÏŒ είναι λάθος».
Η Αθηνά πάντα ζοÏσε ανάμεσα σε δÏο κόσμους: σε αυτόν που Îνιωθε αληθινό και σε αυτόν που της είχαν διδάξει μÎσω της πίστης της.
Μια μÎÏα, μετά από σχεδόν Îνα ολόκληÏο εξάμηνο εξισώσεων, υπολογισμών και στατικών μελετών, είπε ότι θα παÏατοÏσε τη σχολή.
«ÎœÎ± δε μου το Îχεις ξαναπεί ποτΠαυτό!»
«Î¦Î¿Î²ÏŒÎ¼Î¿Ï…ν να το συζητήσω και με τον ίδιο μου τον εαυτό. ΣήμεÏα όμως πήγα στην κομμώτÏιά μου. ΔοÏλευε μÎÏα νÏχτα για να μποÏÎσει η κόÏη της να τελειώσει τη σχολή κοινωνιολογίας. Η κοπÎλα κατάφεÏε εντÎλει να πάÏει το πτυχίο της και, Î±Ï†Î¿Ï Ï‡Ï„Ïπησε πολλÎÏ‚ πόÏτες, μπόÏεσε τελικά να βÏει δουλειά ως γÏαμματÎας σε μια τσιμεντοβιομηχανία. Παϒ όλα αυτά, μÎχÏι σήμεÏα η κομμώτÏιά μου όλο λÎει, γεμάτη πεÏηφάνια: “H κόÏη μου Îχει πτυχίο”.
»ÎŸÎ¹ πεÏισσότεÏοι φίλοι των γονιών μου, καθώς και τα παιδιά τους, Îχουν πτυχίο. Αυτό δε σημαίνει ότι Îχουν κα ταφÎÏει να κάνουν τη δουλειά που επιθυμοÏσαν – το αντίθετο μάλιστα, μπήκαν και βγήκαν από Îνα πανεπιστήμιο επειδή κάποιος, την εποχή που τα πανεπιστήμια θεωÏοÏνταν σημαντικά, είπε ότι για να ανÎβει κάποιος στη ζωή του Ï€ÏÎπει να Îχει πτυχίο. Έτσι, ο κόσμος σταμάτησε να Îχει εξαιÏετικοÏÏ‚ κηπουÏοÏÏ‚, αÏτοποιοÏÏ‚, παλαιοπώλες, χτίστες, συγγÏαφείς».
Της ζήτησα να το σκεφτεί πεÏισσότεÏο Ï€Ïιν πάÏει μια τόσο Ïιζική απόφαση. Εκείνη όμως μου απάγγειλε μεÏικοÏÏ‚ στίχους του AμεÏÎ¹ÎºÎ±Î½Î¿Ï Ï€Î¿Î¹Î·Ï„Î® ΡόμπεÏÏ„ ΦÏοστ:
«ÎœÏ€Ïοστά μου ανοίγονταν δÏο δÏόμοι Εγώ διάλεξα αυτόν που είχε πεÏπατηθεί λιγότεÏο Κι αυτή ήταν η διαφοÏά».
Την άλλη μÎÏα δεν ήÏθε στα μαθήματα. Την επόμενη φοÏά που συναντηθήκαμε τη Ïώτησα τι
σκόπευε να κάνει.
«Îα παντÏευτώ. Και να κάνω παιδί».
Δεν ήταν τελεσίγÏαφο. Εγώ ήμουν είκοσι χÏονών, εκείνη δεκαεννιά, και πίστευα ότι ήταν Ï€Î¿Î»Ï Î½Ï‰Ïίς ακόμα για Ï„Îτοιας φÏσης δÎσμευση.
Η Αθηνά όμως μιλοÏσε πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÎ¿Î²Î±Ïά. Κι εγώ ÎÏ€Ïεπε να επιλÎξω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… να χάσω το μόνο Ï€Ïάγμα που είχα στο μυαλό μου -την αγάπη μου για εκείνη τη γυναίκαή την ελευθεÏία μου και όλες τις επιλογÎÏ‚ που μου Ï€ÏόσφεÏε το μÎλλον.
ΕιλικÏινά, η απόφαση δεν ήταν καθόλου δÏσκολη.
Το επόμενο κεφάλαιο θα δημοσιευτεί στο διαδίκτυο στις 28.03.07
Αγαπητοί αναγνώστες, επειδή δε μιλώ τη γλώσσα σας, ζήτησα από τον Έλληνα εκδότη μου να μου μεταφÎÏει τα σχόλιά σας μεταφÏασμÎνα. Οι σκÎψεις σας για το καινοÏÏιο μου βιβλίο είναι εξαιÏετικά σημαντικÎÏ‚ για μÎνα.
Με αγάπη,
Paulo Coelho